1.
Highline Park, NYC (Diller Scofidio+Renfro)
2.
Carlsberg- ‘our city’, Copenhagen (Entasis)
3.
Freiham Nor d, Munich (West 8)
Ζητήματα που πραγματεύονται:
Το 1, που έχει ήδη υλοποιηθεί,
δεν αφορά καθαρά το σχεδιασμό του αστικού χώρου, περισσότερο αφορά το πεδίο της
αρχιτεκτονικής τοπίου. Ωστόσο, λόγω του ότι εξαιτίας του διαμορφώθηκε μια
ολόκληρη περιοχή, το κατατάσσουμε καταχρηστικά στον αστικό σχεδιασμό. Τα άλλα
δύο εντάσσονται σαφώς στον τομέα του αστικού σχεδιασμού, και μάλιστα
μετατοπισμένου σε μικρή κλίμακα, χωρίς ωστόσο να έχουν υλοποιηθεί μέχρι
στιγμής.
Τόσο το 1 όσο και το 2 αφορούν
την αποκατάσταση και επανάχρηση ενός ιστορικού χώρου και την απόδοσή του ξανά
στους πολίτες: στην πρώτη περίπτωση μιας παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής, ενώ στη
δεύτερη μιας παραδοσιακής βιομηχανικής περιοχής. Αντίθετα, το 3 έχει να κάνει
με το χειρισμό ενός τοπίου χωρίς ιδιαίτερη ‘ταυτότητα’ ή ιστορία, όπου ο
χαρακτήρας και η ταυτότητα πρέπει να κατασκευαστούν από τους αρχιτέκτονες.
Η βιωσιμότητα σε πολλά επίπεδα
είναι κοινό χαρακτηριστικό και των τριών παραδειγμάτων, ωστόσο στο 1 δίνεται
μεγαλύτερη έμφαση στην περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα, στο 2 στην
κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα και στο 3 στην
περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Και τα τρία στοχεύουν στη
δημιουργία χώρων ζωντανών όλο το 24ωρο, όπου ενθαρρύνονται οι κοινωνικές
συναναστροφές, οι συναθροίσεις, οι δραστηριότητες και η ζωντάνια, στο 1 με τη
μορφή ενός πάρκου, στο 2 με τον εξαιρετικό χειρισμό του δημόσιου χώρου και την
απόδοσή του στους πολίτες και στο 3 με ένα πράσινο δίκτυο.
Η έννοια της «ανάμιξης»
συναντάται στα 2 και 3: στο 2 με ανάμιξη χρήσεων, λειτουργιών, κοινωνικών
στρωμάτων και τύπων κατοικιών, ενώ στο 3 με ανάμιξη χρήσεων αλλά και κατοίκων
από όλες τις γενιές και τις ηλικίες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο
παράδειγμα 2 οι δραστηριότητες προηγούνται της κατασκευής: είναι αυτές που θα καθορίσουν τις σχεδιαστικές
επιλογές των αρχιτεκτόνων.
Βασικές αρχές-επιδιώξεις:
Το κάθε παράδειγμα
αντιμετωπίζει αρκετά διαφορετικά τα ζητήματα του αστικού χώρου, θέτοντας το
καθένα τις δικές του ξεχωριστές προτεραιότητες και στόχους.
Πιο συγκεκριμένα, το παράδειγμα
1 θέτει την τεχνολογία και το βιοκλιματικό σχεδιασμό στην υπηρεσία του ανθρώπου
και της φύσης, με σκοπό την επίτευξη του μέγιστου βαθμού βιωσιμότητας σε τομείς
όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, το πράσινο δώμα με τα περιβαλλοντικά οφέλη που
συνεπάγεται (νερό, περιορισμός φαινομένου θερμικής νησίδας, πνεύμονας
πρασίνου), υλικά και φυτά με μεγάλη διάρκεια ζωής → μείωση απαιτούμενων πόρων
κ.λπ.
Το 2, από την άλλη, επιδιώκει
την επίτευξη μιας συνεκτικής ζωής μέσα στα όρια της πόλης, με ζωντανούς
δημόσιους χώρους. Σ’ αυτούς επιτυγχάνεται και ο μέγιστος βαθμός
κοινωνικοποίησης των κατοίκων μέσα από τη συνάθροιση, την αλληλεπίδραση και την
ανταλλαγή εμπειριών. Οραματίζεται, δηλαδή, τη ζωή μέσα αλλά και έξω από τα σπίτια. Πολύ σημαντικό
ζήτημα που θέτει είναι, άλλωστε, και η κατάργηση των γκέτο και του κοινωνικού
αποκλεισμού, μέσω μιας αέναης εναλλαγής και ‘ανακύκλωσης’ των κατοίκων
(ενοικιαζόμενα διαμερίσματα → συνεταιριστικά → ιδιοκατοίκητα).
Το 3 , τέλος, θέτει ως
πρωταρχικό στόχο το σχεδιασμό με βάση ένα πράσινο δίκτυο, με έντονη παρουσία
χώρων πρασίνου και υπαίθριων χώρων μέσα στον αστικό ιστό, που θα δομήσει μια
ουσιώδη σχέση της πόλης με τη φύση. Σ’ αυτή την πόλη που θα αναπτύσσεται
δυναμικά στο χώρο και στο χρόνο, επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πολύπλοκο μίγμα
κατοίκων: οικογένειες, ζευγάρια, singles, ηλικιωμένοι, φοιτητές...
Δομικά χαρακτηριστικά:
Όσον αφορά στη μορφολογία και
στις χαράξεις, και στα τρία projects παρατηρείται μια ξεκάθαρη
γραμμικότητα. Συγκεκριμένα, στο 1 αυτή η γραμμικότητα τονίζεται από στοιχεία
όπως οι λωρίδες τσιμέντου-πρασίνου και ο αστικός εξοπλισμός, ενώ και η ίδια η
κατασκευή είναι ένας ‘αιωρούμενος’ γραμμικός διάδρομος. Στο 2 οι απλές
γραμμικές χαράξεις, σε συνδυασμό με τις όψεις των κτιρίων και τα υλικά,
ενσωματώνονται άψογα στο ιστορικό περιβάλλον με έναν ‘ήσυχο’ τρόπο, χωρίς να
επισκιάζουν τα παλιά, διατηρητέα κτίρια της περιοχής. Στο 3 η γραμμικότητα στις
χαράξεις, εκφρασμένη με απλές σχεδιαστικές αρχές, προκύπτει από τον
περιβάλλοντα αστικό ιστό, σε συνδυασμό με ένα δίκτυο πράσινων χώρων. Οι ευθείες
που τέμνουν εγκάρσια ή λοξά την περιοχή αποτελούν συνέχεια του υπάρχοντος ιστού
και έτσι ενσωματώνονται πλήρως σ’αυτόν.
Ένα ακόμα στοιχείο κοινό στα 1
και 2 είναι η έννοια της «συνέχειας». Στο 1 εμφανίζεται ως συνέχεια του ενός
υλικού μέσα στο άλλο, του πράσινου μέσα στο δομημένο. Με την κατάργηση των
σαφών, αυστηρών ορίων επιτυγχάνεται μια σταδιακή μετάβαση από τους χώρους πρασίνου στους χώρους περιπάτου και
ανάπαυσης. Έτσι όπως θα’πρεπε να είναι και η σχέση της πόλης με τη φύση: χωρίς
διακριτά όρια, μια μόνιμη συνύπαρξη της μιας μέσα στην άλλη. Το 2 εισάγει την
έννοια της συνέχειας του δημόσιου χώρου μέσα στον ιδιωτικό (πλήρη-κενά, στοές, ανοιχτά-δημόσια προσβάσιμα ισόγεια, δημόσιες
χρήσεις μέσα σε κτίρια κατοικιών). Ορίζει, έτσι, μια επιτυχή συνύπαρξη
δημόσιου-ιδιωτικού, χωρίς το ένα να δρα εις βάρος του άλλου. Η έννοια της
«συνέχειας» γίνεται όμως αντιληπτή και στο 3. Διαμορφωμένο με βάση ένα πράσινο
δίκτυο (σοκάκια, λεωφόροι, πάρκα και τετράγωνα), σχηματίζει οικοδομικά
τετράγωνα με εσωτερικούς ημι-δημόσιους χώρους (κηπάρια, παιδικές χαρές, σημεία
συνάντησης γειτονιάς). Κατ’αυτή την έννοια, το ημι-δημόσιο συνεχίζεται και
εισχωρεί μέσα στο ιδιωτικό.
Οι χρήσεις είναι ανάμικτες στα
2 και 3. Αφενός στο 2 έχουμε ισόγεια με δημόσιες χρήσεις (καταστήματα, καφέ,
γκαλερί, κινηματογράφους, θέατρα, σχολεία κλπ.) και ορόφους με κατοικίες και
γραφεία. Θα επιτευχθεί έτσι ένα πολυλειτουργικό προάστιο, όπου όλοι θα
απολαμβάνουν μια συνεκτική, ολοκληρωμένη ζωή στα όρια της ‘πόλης’ τους, με
αποτέλεσμα τη μείωση των μετακινήσεων και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Αφετέρου στο 3 συναντάμε πάλι ανάμικτες χρήσεις (κατοικίες, καταστήματα,
σχολεία, κτίρια πολιτιστικών/θρησκευτικών/κοινωνικών δραστηριοτήτων) πάντα σε
συνδυασμό με χώρους πρασίνου. Και στο παράδειγμα 1, ωστόσο, διαπιστώνει κανείς
μια ανάμιξη λειτουργιών. Παρότι πρόκειται για ένα πάρκο-χώρο περιπάτου και
ανάπαυσης, ενθαρρύνονται και δραστηριότητες όπως φεστιβάλ, κατασκευές,
συναυλίες κλπ.
Η προστασία του περιβάλλοντος
έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στα 1 και 2. Στο Highline ολόκληρη η λογική του project βασίζεται στην περιβαλλοντική
βιωσιμότητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, και στη θετική συνεισφορά του πάρκου στο
περιβάλλον. Στο Carlsberg η περιβαλλοντική βιωσιμότητα επιδιώκεται μέσω των συγκοινωνιών
αλλά και των ίδιων των κτιρίων. Δίνεται έμφαση στις δημόσιες συγκοινωνίες και
στα εξελιγμένα Μ.Μ.Μ., καθώς επίσης και στις σύγχρονες, φιλικές προς το
περιβάλλον κατασκευές, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα προάστιο
ουδέτερο σε CO2.
Στο 1 ο περιβάλλων αστικός-
τρεις δυναμικές γειτονιές του Manhattan-δημιουργεί μια ευχάριστη
αντίθεση με το πάρκο (βιομηχανική περιοχή ↔ φύση), ταυτόχρονα όμως τα δύο αυτά
στοιχεία είναι απόλυτα εναρμονισμένα. Το πάρκο αποτελεί έναν χώρο συνάθροισης
και ομαδικών δραστηριοτήτων, που χαίρονται και απολαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως,
γεγονός που ενθαρρύνει και προωθεί την κοινωνικοποίηση. Το προάστιο του Carlsberg με τους κήπους-χώρους
συνάθροισης καθιστά το πράσινο μέσα στην πόλη βασικό παράγοντα κοινωνικοποίησης
.
Τέλος, ο οικονομικός παράγοντας
έχει βαρύνουσα σημασία στα projects 1 και 2. Στο μεν 1 υπάρχει πρόβλεψη για την οικονομική
βιωσιμότητα του πάρκου (καθώς η λειτουργία του στηρίζεται σε ένα Μ.Κ.Ο.),
επιδιώκοντας να διατηρείται μακροπρόθεσμα χαμηλό το κόστος κατασκευής-λειτουργίας-συντήρησης. Στο δε 2 ο
οικονομικός παράγων αφορά τους κατοίκους της περιοχής, καθώς επιδιώκεται η
ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, ανεξαιρέτως οικονομικών τάξεων και στρωμάτων.